dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
αναξιόπιστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unglaubwürdig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
η
αναξιοπιστία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Unglaubwürdigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…