dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανέφελος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungetrübt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιατάρακτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungetrübt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανθόσπαρτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungetrübt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανθόστρωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungetrübt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ασκίαστα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungetrübt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασκίαστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungetrübt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασυννέφιαστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungetrübt
Ⓦ
Ⓖ
…