dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αναρμόδιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανίκανος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ανάξιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
άχρηστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unfähig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)