dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ακλόνητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerschütterlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αδιάσειστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerschütterlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
αταλάντευτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerschütterlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ακατάλυτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerschütterlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ακίνητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerschütterlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
απαρασάλευτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerschütterlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αδιατάρακτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerschütterlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ακράδαντος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerschütterlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
απαρέγκλιτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerschütterlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασάλευτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerschütterlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ατράνταχτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unerschütterlich
Ⓦ
Ⓖ
…