dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
μεταβάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umwandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
μεταμορφώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umwandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umwandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεταλλάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umwandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μεταλλάσσω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umwandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μετατρέπω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umwandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μετουσιώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umwandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
αεριοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Gas umwandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ανθρακοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Kohle umwandeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τρέπομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich umwandeln
Ⓦ
Ⓖ
…