dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
παραδοσιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
traditionell
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
πατροπαράδοτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
traditionell
Ⓦ
Ⓖ
…