dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ονειρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
träumen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ονειριάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
träumen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ονειροπόληση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Träumen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ονειροπολώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
träumen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
οραματίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
träumen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ρεμβάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
träumen
Ⓦ
Ⓖ
…