dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ζωώδης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tierisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ζωικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tierisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
ζωική παραγωγή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tierische Erzeugung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ύλη ζωικής προέλευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tierische Substanz
Ⓦ
Ⓖ
…
ζωική πρωτεΐνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tierisches Eiweiß
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ζωικό προϊόν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tierisches Erzeugnis
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ζωική λιπαρή ουσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tierisches Fett
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ζωικό λάδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tierisches Öl
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ζωικό προϊόν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
tierisches Produkt
Ⓦ
Ⓖ
…