dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
telefoni
Εννοούσατε:
Telefon
Telefonie
Εν μέρει αντιστοιχίες:
Telefonie
telefonieren
telefonisch
Telefonist