dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
υποκειμενική αδυναμία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
subjektive Unmöglichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…