dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
απεργώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streiken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απέχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streiken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω απεργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
streiken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)