dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
stol
Εννοούσατε:
Stil
Stola
stolz
Stoß
Εν μέρει αντιστοιχίες:
Stola
Stollen
stolpern
Stolperstein
stolz
stolz sein