dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
σταθεροποιητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stabilisierend
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)