dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
φυτρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sprießen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βλασταίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sprießen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βλάστηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sprießen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεφυτρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sprießen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βλαστάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sprießen
Ⓦ
Ⓖ
…