dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
πνευματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spirituell
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
πνευματικώς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spirituell
Ⓦ
Ⓖ
…