dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
εντυπωσιακός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spektakulär
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
θεαματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
spektakulär
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)