dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αποταμιεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sparen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
οικονομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sparen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αποταμίευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sparen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
φείδομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sparen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εξοικονομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sparen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
αφήνω κατά μέρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aussparen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξοικονόμηση ενέργειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Energiesparen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εξοικονομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ersparen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
οικονομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ersparen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γλυτώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ersparen
Ⓦ
Ⓖ
…
αναγκαστική αποταμίευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zwangssparen
Ⓦ
Ⓖ
…