dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ανθεκτικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
solide
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σταθερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
solide
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
γερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
solide
Ⓦ
Ⓖ
…