dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
οξύνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verschärfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αυξάνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich verschärfen
Ⓦ
Ⓖ
…