dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
μαζεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich sammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγκεντρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich sammeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συσπειρώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich sammeln
Ⓦ
Ⓖ
…