dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
χρονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich hinziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκτείνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich hinziehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τραβώ σε μάκρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich hinziehen
Ⓦ
Ⓖ
…