dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αποδεικνύομαι επιτυχής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich bewähren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καθιερώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich bewähren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
καταξιώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich bewähren
Ⓦ
Ⓖ
…