dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
βολεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich behelfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
καταφεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich behelfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κουτσοβολεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich behelfen
Ⓦ
Ⓖ
…