dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
ξαπλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ausstrecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξαπλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ausstrecken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
απλώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich ausstrecken
Ⓦ
Ⓖ
…