dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ιστιοδρομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Segeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ιστιοδρομώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
segeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κάνω ιστιοδρομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
segeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αρμενίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
segeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαπλέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
segeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ιστιοπλοΐα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Segeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
κάνω ιστιοπλοΐα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
segeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πλέω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
segeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)