dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
αδέξιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwerfällig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
βραδυκίνητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwerfällig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
οκνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwerfällig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
αργοκίνητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwerfällig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δυσκίνητος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwerfällig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
παραβαρύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schwerfällig werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βραδυκινησία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schwerfälligkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βραδύτητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schwerfälligkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δυσκινησία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schwerfälligkeit
Ⓦ
Ⓖ
…