dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
γδέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schröpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάζω βεντούζες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schröpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
γδάρσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schröpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαδώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schröpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξετινάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schröpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεψαχνίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schröpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αφαίμαξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schröpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)