dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
schok
Εννοούσατε:
Schock
schön
Schoß
Εν μέρει αντιστοιχίες:
Schokolade
Schokoladen-
Schokoladenei
Schokoladenkuchen
Schokoladentorte