dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
schließ
Εννοούσατε:
Schließe
Εν μέρει αντιστοιχίες:
Schließe
schließen
schließend
Schließfach
schließlich
Schließmuskel
Schließung