dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
με το κλειδί στο χέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schlüsselfertig
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)