dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
πυροβολώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schießen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σουτάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schießen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βάλλω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schießen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκπυρσοκροτώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schießen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πυροβολισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schießen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σκοποβολή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schießen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)