dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
κουρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
scheren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)