dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ριμάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
reimen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)