dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καπνίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rauchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κάπνισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Rauchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φουμάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rauchen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)