dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βασανίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
quälen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τυραννώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
quälen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παιδεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
quälen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατατρύχω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
quälen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κατατρώω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
quälen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σκοτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
quälen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σταυρώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
quälen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ταλανίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
quälen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
βασανισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Quälen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πρήζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
quälen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)