dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λεηλατώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plündern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
κουρσεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plündern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δηώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plündern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαγουμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plündern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαρπάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plündern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λαφυραγωγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plündern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πλιατσικολογώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plündern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plündern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διαγούμισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Plündern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)