dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
pion
Εννοούσατε:
Ion
PIN
Spion
Εν μέρει αντιστοιχίες:
Pionier
Pionier-
Pionierarbeit
Pionierin