dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
ορθοδοξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
orthodoxe Kirche
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)