dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
νηστικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nüchtern
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
νηφάλιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nüchtern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ασούρωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nüchtern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξεμέθυστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nüchtern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξενέρωτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nüchtern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
ξεμεθώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ernüchtern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ξεμεθώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nüchtern werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξενερώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nüchtern werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
νηφαλιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nüchternheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαύγεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nüchternheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σοβαρότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Nüchternheit
Ⓦ
Ⓖ
…