dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Δεν βρέθηκαν εγγραφές για
nuc
Εννοούσατε:
nun
nur
Nut
Εν μέρει αντιστοιχίες:
nüchtern
nüchtern werden
Nüchternheit