dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
δεοντολογικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
moralisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ηθικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
moralisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)