dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σύγχρονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
modern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σαπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
modern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ρηξικέλευθος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
modern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μοντέρνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
modern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
σύγχρονη εποχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Moderne
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εκσυγχρονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
modernisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συγχρονίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
modernisieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
εκσυγχρονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Modernisierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συγχρονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Modernisierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εκσυγχρονισμός της βιομηχανίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Modernisierung der Industrie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εκσυγχρονισμός γεωργικής εκμετάλλευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Modernisierung landwirtschaftlicher Betriebe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ενισχύσεις για εκσυγχρονισμό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Modernisierungsbeihilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
υπερσύγχρονος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
modernst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σαπίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermodern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μουχλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermodern
Ⓦ
Ⓖ
…