dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ενοικιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mieten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
νοικιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mieten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αγκαζάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mieten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ενοικίαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Mieten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μισθώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mieten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μίσθωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Mieten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)