dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αποφεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
meiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
προκειμένου να μην
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
um zu vermeiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
αποφεύγω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermeiden
Ⓦ
Ⓖ
…