dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
μασκαρεμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
maskiert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
μασκέ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
maskiert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
προσωπιδοφόρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
maskiert
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)