dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
λιντσάρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lynchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λιντσάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lynchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
λυντσάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lynchen
Ⓦ
Ⓖ
…