dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
διδάσκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lehren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διδαχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lehren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
μαθαίνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lehren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δασκάλεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lehren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)