dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
λαλώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
krähen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
λάλημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Krähen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)