dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πτώχευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konkurs
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χρεοκοπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Konkurs
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)