dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σύμφωνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konform
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ομοιόμορφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konform
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
κομφορμιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Konformist
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συμμόρφωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konformität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πιστότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konformität
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ασύμφωνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nicht konform
Ⓦ
Ⓖ
…
σύμφωνος με το σύνταγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verfassungskonform
Ⓦ
Ⓖ
…